μισσέρ

μισσέρ
και μίσσερ και μισέρ, ο (Μ μισσέρ και μισέρ και μεσ[σ]έρ και μεσσίρ και μίσσερ και μισσέρε και μισσί και μισσιέρ και μισσίρ και μισσίρε)
(στη Βενετία και στις βενετοκρατούμενες περιοχές) τιμητική προσηγορία ή προσφώνηση πριν από το όνομα ευγενών και αστών
μσν.
τιμητική προσηγορία Φράγκων αρχόντων, συνήθως ανώτατου βαθμού ευγενείας («ὁ δούκας γὰρ τῆς Βενετίας, μισσὶρ Ἀρίγος», Χρον. Μop.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μισσέρ < δεν. misser. Ο τ. μεσ(σ)έρ < παλ. γαλλ. και ιταλ. mes(s)er. Ο τ. μεσσίρ < παλ. γαλλ. messire. Ο τ. μισσέρε < παλ. ιταλ. missere (για τον τ. μίσσερ πρβλ. ιδιωματικό ιταλ. messere). Οι τ. μισσίρ και μισσίρε < παλ. γαλλ. mis(s)ire, ενώ για τον τ. μισσί πρβλ. παλ. γαλλ. messi].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μισέρ — ο (Μ μισέρ) βλ. μισσέρ …   Dictionary of Greek

  • μισσέρης — μισσέρης, ὁ (Μ) (ως τιμητική προσφώνηση) κύριος, αφεντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισσέρ + κατάλ. ης] …   Dictionary of Greek

  • μισσέρος — ο (Μ μισσέρος) κύριος, αφεντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισσέρ + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”